ότητος

ότητος
ότης
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πινυτότης — ότητος, ἡ, Μ [πινυτός] η ιδιότητα τού πινυτού, πινυτή* …   Dictionary of Greek

  • σταθηρότης — ότητος, ἡ, Α βλ. σταθερότητα …   Dictionary of Greek

  • τριγωνότης — ότητος, ἡ, Α [τρίγωνος] το τριγωνικό σχήμα …   Dictionary of Greek

  • υπερτελειότης — ότητος, ἡ, Α [ὑπερτέλειος] (κυρίως για τον Θεό) η απόλυτη τελειότητα …   Dictionary of Greek

  • φανότης — ότητος, ἡ, ΜΑ [φανός (II)] 1. η ιδιότητα τού φανού (II), λαμπρότητα, φωτεινότητα 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐνάργεια ἡ τῶν λόγων λευκότης καὶ φανότης» …   Dictionary of Greek

  • φοξότης — ότητος, ἡ, ΜΑ [φοξός] η ιδιότητα τού φοξού, αιχμηρότητα …   Dictionary of Greek

  • χηραιότης — ότητος, ἡ, Α η κατάσταση τής χηρείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *χηραῖος, κατά το γεραιότης] …   Dictionary of Greek

  • αδηλότης — ἀδηλότης ( ότητος), η (Α) [ἄδηλος] αβεβαιότητα …   Dictionary of Greek

  • αειζωότης — ἀειζωότης ( ότητος), η (Α) [ἀείζωος] η αειζωία* …   Dictionary of Greek

  • αζυμότης — ἀζυμότης ( ότητος), η (Α) [ἄζυμος] η έλλειψη ζύμωσης ή προζυμιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”